σέννα

σέννα
και σένα και σέννη, η, Ν
1. το φυτό κασσία
2. εμπορική ονομασία τών φύλλων και καρπών μερικών ειδών τού φυτού αυτού, καθώς και τού φαρμακευτικού σκευάσματος που λαμβάνεται από τα φύλλα και τούς καρπούς του και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό
3. (σύμφωνα με παλαιότερες ταξινομήσεις) το φυτό γλοβουλαρία, αλλ. στουρέκι, τσουρέκι, τσουράκι, σιδέρι ή τής προβατίνας το χορτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sene < υστερολατ. sene < αραβ. sena].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σένα — (I) η, Ν η σκηνή («και τρέχοντας σε μια μεριά κι εις άλλη τσι σένας στρεπιτάρουσι», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scana < λατ. scaena < σκηνή*]. (II) η, Ν βλ. σέννα …   Dictionary of Greek

  • σέννη — η, Ν βλ. σέννα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”