- σέννα
- και σένα και σέννη, η, Ν1. το φυτό κασσία2. εμπορική ονομασία τών φύλλων και καρπών μερικών ειδών τού φυτού αυτού, καθώς και τού φαρμακευτικού σκευάσματος που λαμβάνεται από τα φύλλα και τούς καρπούς του και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό3. (σύμφωνα με παλαιότερες ταξινομήσεις) το φυτό γλοβουλαρία, αλλ. στουρέκι, τσουρέκι, τσουράκι, σιδέρι ή τής προβατίνας το χορτάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sene < υστερολατ. sene < αραβ. sena].
Dictionary of Greek. 2013.